φύλακτρα

φύλακτρα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φύλακτρα" в других словарях:

  • τήρητρα — τὰ, Α δαπάνη για επιτήρηση, για φύλαξη, τα φύλακτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηρῶ (Ι) + επίθημα τρα, πληθ. τού τρον, που απαντά συχνά σε λ. που δηλώνουν αμοιβή ή πληρωμή (πρβλ. κόμισ τρα, λύ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • φυλακτικός — ή, ό / φυλακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και φυλαχτικός, ή, ό, Ν [φυλάσσω] νεοελλ. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φυλακτικά τα φύλακτρα, η αμοιβή για τη φύλαξη εμπορευμάτων αρχ. 1. αυτός που διαφυλάσσει, που διατηρεί κάτι («φυλακτικὸς ὑγείας», Αριστοτ.) 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • φύλακτρο — το / φύλακτρον, ΝΑ νεοελλ. συν. στον πληθ. τα φύλακτρα το ποσό που καταβάλλεται για τη φύλαξη εμπορευμάτων σε αποθήκη ή σε προκυμαία αρχ. (στην Αίγυπτο) το φυλακιτικόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλαξ, ακος + επίθημα τρον*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»