φύλακτρα
Смотреть что такое "φύλακτρα" в других словарях:
τήρητρα — τὰ, Α δαπάνη για επιτήρηση, για φύλαξη, τα φύλακτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηρῶ (Ι) + επίθημα τρα, πληθ. τού τρον, που απαντά συχνά σε λ. που δηλώνουν αμοιβή ή πληρωμή (πρβλ. κόμισ τρα, λύ τρα)] … Dictionary of Greek
φυλακτικός — ή, ό / φυλακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και φυλαχτικός, ή, ό, Ν [φυλάσσω] νεοελλ. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φυλακτικά τα φύλακτρα, η αμοιβή για τη φύλαξη εμπορευμάτων αρχ. 1. αυτός που διαφυλάσσει, που διατηρεί κάτι («φυλακτικὸς ὑγείας», Αριστοτ.) 2. (για… … Dictionary of Greek
φύλακτρο — το / φύλακτρον, ΝΑ νεοελλ. συν. στον πληθ. τα φύλακτρα το ποσό που καταβάλλεται για τη φύλαξη εμπορευμάτων σε αποθήκη ή σε προκυμαία αρχ. (στην Αίγυπτο) το φυλακιτικόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλαξ, ακος + επίθημα τρον*] … Dictionary of Greek